κεραμοποιείο

κεραμοποιείο
το
κεραμιδάδικο, εργοστάσιο κατασκευής κεραμιδιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεραμοποιείο — το 1. εργαστήριο κεραμικής 2. (ειδ.) εργαστήριο ή εργοστάσιο κατασκευής κεραμιδιών και τούβλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • κεραμαρειό — το κεραμοποιείο …   Dictionary of Greek

  • κεραμιδάδικο — το [κεραμιδάς] κεραμοποιείο …   Dictionary of Greek

  • κεραμιδαρειό — το 1. κεραμοποιείο 2. τόπος με πολλά κεραμίδια 3. φρ. «τά κάνε κεραμιδαρειό» κατέστρεψε τελείως τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδ ι + κατάλ. αρειό (πρβλ. γυφτ αρειό, τεμπελ αρειό)] …   Dictionary of Greek

  • κεραμουργείο — το [κεραμουργός] κεραμοποιείο …   Dictionary of Greek

  • Γουέτζγουντ, Τζοσάια — (Josiah Wedgwood, Μπάρσλεμ 1730 – Χάνλεϊ 1795). Άγγλος κεραμουργός. Από το επίθετό του ονομάζονται τα κεραμικά που είναι κατασκευασμένα από γαλαζοπράσινο ή λευκό υλικό δικής του επινόησης. Εργάστηκε αρχικά στο κεραμοποιείο του πατέρα του μαζί με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”